-
1 он
он (н)его. (н)ему, (н)им, о нём) αυτός· он только что вышел αυτός μόλις βγήκε* его не было дома δεν ήτανε σπίτι· мы пойдём без него θα πάμε χωρίς αυτόν* я ему напишу θα του γράψω γράμμαзайдём к нему πάμε να περάσουμε σ* αυτόν я хочу его видеть θέλω να τον βλέπω· перевод ' сделан им αυτός έκανε τη μετάφραση· я с ним виделся τον είδα* я о нём не слышал δεν άκουσα γι' αυτόν* * *((н)его, (н)ему, (н)им, о нём)он то́лько что вы́шел — αυτός μόλις βγήκε
его́ не́ было до́ма — δεν ήτανε σπίτι
мы пойдём без не́го — θα πάμε χωρίς αυτόν
я ему́ напишу́ — θα του γράψω γράμμα
зайдём к нему́ — πάμε να περάσουμε σ'αυτόν
я хочу́ его́ ви́деть — θέλω να τον βλέπω
перево́д сде́лан им — αυτός έκανε τη μετάφραση
я с ним ви́делся — τον είδα
я о нём не слы́шал — δεν άκουσα γι' αυτόν
-
2 она
она (н)её, (н)ей. (н)ею, о ней) αυτή· она там будет αυτή θα είναι εκεί· её не было дома δεν ήτανε σπίτι· мы уедем без неё θα φύγουμε χωρίς αυτή· я ей напишу θα της γράψω γράμμα* мы обратимся к ней θα απευθυνόμαστε σ' αυτή· я хочу её видеть θέλω να την βλέπω· перевод сделан ею αυτή έκανε τη μετάφραση* вы с ней незнакомы? την γνωρίζετε; я говорил о ней μιλούσα γι* αυτή* * *((н)её, (н)ей, (н)ею, о ней)она́ там бу́дет — αυτή θα είναι εκεί
её не́ было до́ма — δεν ήτανε σπίτι
мы уе́дем без неё — θα φύγουμε χωρίς αυτή
я ей напишу́ — θα της γράψω γράμμα
мы обрати́мся к ней — θα απευθυνόμαστε σ'αυτή
я хочу́ её ви́деть — θέλω να την βλέπω
перево́д сде́лан е́ю — αυτή έκανε τη μετάφραση
я говори́л о ней — μιλούσα γι'αυτή
-
3 перепутать
перепутать см. путать; он всё \перепутатьл τα έκανε όλα θάλασσα* * *см. путатьон всё перепу́тал — τα έκανε όλα θάλασσα
-
4 отблагодарить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отблагодаренный, βρ: -рен, -рена, -рено.1. ευχαριστώ κάποιον (για κάτι καλό που μου έκανε)•-ил его и ушл τον ευχαρίστησε και έφυγε.
2. δωρίζω κάτι (για καλό που μου έκανε), αντιδωρούμαι. -
5 родить
рожу, родишь, παρλθ. χρ. родила κ.δ. родила, родило, παθ. μτχ; παρλθ. χρ. рождённый, βρ: -дён, -дена, -дено ρ.δ.κ.σ.μ.1. γεννώ, τίκτω• κάνω•онэ. -ла сына αυτή έκανε γιό•
она никогда не родила (αμ.) αυτήποτέ δε γέννησε.
|| φέρω στη ζωή•он -ил восемь сыновей αυτός έκανε οχτώ γιους.
2. μτφ. δημιουργώ, προξενώ, φέρω•беда беду -ит το ένα κακό φέρει το άλλο.
3. αμ. παράγω, αποδίδω, καρποφορώ•каменистая земля мало -ит το πετρώδες έδαφος λίγο αποδίδει.
1. γεννιέμαι•каждый год у не -лись дети κάθεχρόνο αυτή γεννούσε κι από ένα παιδί•
я -лся в 1916 году γεννήθηκα το 1916.
2. μου έρχεται, μου κατεβαίνει•в тот час у него родитьлась идея εκείνη τη στιγμή του γεννήθηκε η ιδέα.
3. γίνομαι, ευδοκιμώ, προκόβω•пшеница родитьласъ хорошо το σιτάρι πρόκοψε.
εκφρ.- лся (родитьлась) в рубашке (в сорочке) – γεννήθηκε θεόφτωχος (όμως ευδοκίμησε). -
6 самолёт
το αεροπλάνο, το αεροσκάφοςпассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -сверхзвуковой - υπερηχητικό/υπερακουστικό -турбореактивный - αεριοστροβιλοκίνητο -, αεριοστροβιλοφόρο --учебно-тренировочный - εκπαιδευτικό -, εκπαιδευτικό - προκεχωρημένης εκπαίδευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самолёт
-
7 воздержавшийся
воздержавшийся1. прич. от воздержаться́ \воздержавшийся от голосования ὁ ἀποσχών ἀπό τήν ψηφοφορία·2. м ὁ ἀποσχών, αὐτός πού ἐκανε ἀποχή. -
8 изворачиваться
изворачиватьсянесов ξεφεύγω, κάνω ἐλιγμούς, ξεγλιστρώ / пере ἡ. τά κλωθογυ-ρίζω / κάνω διάφορους συνδιασμούς γιά νά τά φέρω βόλτα (при финансовых затруднениях):ему пришлось \изворачиваться, чтобы ответить на вопрос τά κλωθογύριζε πολύ γιά νά μπορέσει ν'ἀπαντήσει· семье́ приходилось \изворачиваться, так как средств не хватало ἡ οἰκογένεια ἐκανε πολλούς συν-διασμούς γιά νά τά φέρει βόλτα ἐπειδή τά ἐσοδα ήτανε λίγα -
9 каторжанин
катор||жанинм ист. ὁ κατάδικος τῶν κάτεργων, ἀνθρωπος πού ἐκανε στά κάτεργα. -
10 нашумевший
нашум||евшийприл πού προκάλεσε θόρυβο, πού ἔκανε ντόρο. -
11 невменяемый
невменяем||ыйприл ἀκαταλόγιστος, ἐκτός ἐαυτοδ, παράφορος / юр. ἀνεύθυνος:он стал совсем невменяем Εκανε σάν τρελλός, ἐγινε Εξω φρενών \невменяемыйый поступок ἡ ἀκαταλόγιστη πράξη. -
12 сделать
сдела||тьсов см. делать· \сделать вывод βγάζω τό συμπέρασμα· \сделать предупреждение κά(μ)νω προειδοποίηση, προειδοποιώ· я \сделатьл все, что мог ἔκαμα δτι μποροδσα (или τό παν)· он \сделатьл вид, что не понимает ἐκανε πώς δέν καταλαβαίνει· ◊ сказано \сделатьно разг ἄμ· £πος, ἄμ' ἔργον. -
13 скрутить
скрутитьсов, скручивать несов1. (веревку, нитку и т. п.) τυλίγω, στρίβω, συστρέφω:\скрутить папиросу στρίβω τσιγάρο·2. (связывать) δένω:\скрутить ру́ки назад δένω κάποιου τά χέρια στήν πλάτη· ◊ болезнь его́ скрутила ἡ ἀρρώστια τόν Εκανε πτώμα -
14 успех
успе||хм1. ἡ ἐπιτυχία:добиться \успехха πετυχαίνω, ἐπιτυγχάνω· желаю вам \успехха σᾶς εὔχομαι καλήν ἐπιτυχίαν иметь \успех, пользоваться \успеххом ἔχω ἐπιτυχία· спектакль имел шу́мный \успех ἡ παράσταση ἔκάνε θόρυβο·2. \успеххи мн. (успеваемость) ἡ πρόοδος, ἡ προκοπή:делать \успеххи σημειώνω πρόοδον, προοδεύω· ◊ с тем же \успеххом ἄλλο τόσο θά μποροῦσες θαυμάσια· с \успеххом μέ ἐπιτυχία. -
15 none the wiser
(not knowing any more than before: He tried to explain the rules to me, but I'm none the wiser.) δεν με έκανε σοφότερο, δεν με φώτισε καθόλου -
16 а
а 1είναι το πρώτο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου• α•от а до зет παλ. από το α ως το ω (από την αρχή ως το τέλος)•
кто сказал а, тот должен сказать и б αυτός που το άρχισε πρέπει και να το τελειώσει ή συνεχίσει.
а 2σύνδ. αντιθετικός• μα, αλλά, όμως, ενώ, και.1. (κατ’ αντιπαράθεση)•отец трудолюбивый, а сын ленивый ο πατέρας είναι εργατικός, αλλά ο γιος οκνηρός•
не годы старят, а горе δε γεράζουν τα χρόνια, αλλά τα φαρμάκια•
я остаюсь в Москве, а вы в Ленинграде εγώ μένω στη Μόσχα και σεις στο Λένινγκραντ.
2. (μετά από ενδοτικές προτάσεις μπορεί και να λείψει)•хотя мне и весело, а надо уходить αν και μου είναι ευχάριστα, (όμως) πρέπει να φύγω.
3. εξάλλου•а вам всем известно, что... εξάλλου όλοι σας ξέρετε ότι....
4. και•ученик сделал уроки, а затем вышел играть ο μαθητής έκανε τα μαθήματα και μετά βγήκε να παίξει.
5. (στην αρχή των ερωτηματικών και επιφωνηματικών προτάσεων ή του λόγου χρησιμοποιείται σαν επιτακτικό)•а когда ты поедешь? και πότε θα πας;•
а когда нам будет весело? και πότε εμείς θα χαρούμε;•
а все-таки я не согласен και παρ’ όλ’ αυτά, εγώ δε συμφωνώ.
εκφρ.а то – ειδάλλως, ειδεμή, αλλιώς, διαφορετικά•спеши, а то опоздаешь – κάμε γρήγορα (βιάσου), διαφορετικά θ’ αργήσεις.а 3μόριο (για ερώτηση ή κάλεσμα)• α•пойдем гулять а? θα πάμε περίπατο α;
(επιτακτικό)• ε•Ваня, а Ваня Γιάννη, ε Γιάννη.
а 4επιφ. (εκφράζει θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ. αισθήματα)• α•а, так это вы были? α, ώστε εσείς ήσαστε;•
а, попался α, μου έπεσες (στα χέρια)•
а! закричал мальчик, как увидел змею α! φώναξε το παιδάκι, σαν είδε το φίδι.
-
17 вертеть
верчу, вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. верченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.δ.1. μ. στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω•вертеть колесо γυρίζω τον τροχό.
|| στρίβω, στρέφω κλωστή κ.τ.τ.τρυπανίζω.2. μτφ. παίζω στα δάχτυλα, κάνω όπως θέλω κάποιον•она -ла мужем как хотела αυτή τον έκανε τον άντρα της όπως ήθελε, τον έπαιζε στα δάχτυλα.
εκφρ.вертеть хвостом – κάνω πονηριές, πονηρεύομαι, μηχανεύομαι•как ни -и – να μη έρθουν έτσι τα πράγματα, να μη συμβεί, να μη γίνει.1. περιστρέφομαι, γυρίζω.2. στριφογυρίζω, περιφέρομαι•он –лся около моего дома αυτός στριφογύριζε κοντά στο σπίτι, μου.
|| μτφ. έχω σχέση, σχετίζομαι•разговор -лся вокруг η κουβέντα περιστρέφονταν γύρω απο...
3. (απλ.) αποφεύγω, υπεκφεύγω•не -ись, говори правду μη προσπαθείς να ξεφύγεις, λέγε την αλήθεια.
εκφρ.-ится в голове ή на языке – στριφογυρίζει στο μυαλό μου, στο νου μου και δεν μπορώ να το συλλάβω (να το θυμηθώ)•вертеть под ногами ή на глазах ή перед глазами – κολλώ σε κάποιον (ενοχλώ με την παρουσία μου)•как ни -ись – ό,τι και να κάνεις. -
18 встрепать
-плю, -плешь, προστκ. встрепли, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. встрепанный, βρ: -пан, -а, -оρ.σ.μ.ανακατεύω, ανακατώνω, κάνω άνω-κάτω, χαλνώ•ветер -ал ее волосы ο άνεμος της έκανε τα μαλλιά άνω-κάτω.
-
19 выпучить
-чу., -чишь, ρ.σ.μ.1. κυρτώνω.2. προτείνω, προβάλλω•он -ил грудь αυτός πρότεινε το στήθος.
εκφρ.выпучить глаза – γουρλώνω τα μάτια.κυρτώνω, -ομαι, κοιλιάζω, κάνω κοιλιά•старый дом -лся το παλιόσπιτο έκανε κοιλιά.
-
20 громкий
επ., βρ: -мок, -мка, -мко; громче.1. βροντερός, βροντώδης•громкий голос βροντερή φωνή•
громкий смех καγχασμός.
2. μτφ. πολύφημος, πολύκροτος, παταγώδης•громкий успех επιτυχία που έκανε (κάνει) κρότο•
-ие имена μεγάλα ονόματα (πολυξακουσμένα)•
-ое судебное дело πολύκροτη δίκη.
|| πομπώδης, στομφώδης•-ие слова παχιά λόγια•
-ие фразы πομπώδεις φράσεις•
-ая угроза κούφια φοβέρα.
См. также в других словарях:
ἔκανε — καίνω kill aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'κανε — ἔκανε , καίνω kill aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek